Δίκαιο των Συμβάσεων

I. ΟΡΙΣΜΟΣ

Το Άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου προβλέπει ότι « Συμβάσεις είναι όλες οι συμφωνίες οι οποίες καταρτίζονται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι, για νόμιμη αντιπαροχή και νόμιμο σκοπό, οι οποίες δεν χαρακτηρίζονται από το Νόμο αυτό ως άκυρες. Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου αυτού, οι συμβάσεις δύνανται να καταρτίζονται γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών».

II. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το Δίκαιο των Συμβάσεων στην Κύπρο συνιστά κωδικοποίηση των Αρχών του Αγγλικού Δικαίου (του Κοινού Δικαίου και των Κανόνων της Επιείκειας) και προσομοιάζει σε μεγάλο βαθμό με το Ινδικό Συμβατικό Δίκαιο. Υιοθετήθηκε στο Κυπριακό νομικό σύστημα με τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ.149 ο οποίος ρυθμίζει μεταξύ άλλων, το ποιες συμφωνίες συνιστούν συμβάσεις, την ικανότητα των μερών προς το συμβάλλεσθαι, τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων καθώς και τις συνέπειες σε περίπτωση παράβασης μιας Σύμβασης.

III. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΕΣΘΑΙ

Το Δίκαιο των Συμβάσεων έχει ως πηγή την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26(1) του Συντάγματος ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Οι περιορισμοί και οι δεσμεύσεις που μπορεί να επιβληθούν στην άσκηση του δικαιώματος αυτού είναι «…. εκείνοι οι οποίοι τίθενται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων». Επίσης, δίδεται η δυνατότητα με την θέσπιση του Νόμου να προληφθεί η εκμετάλλευση από πρόσωπα που διαθέτουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύ.

IV. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ

Οι βασικές προϋποθέσεις για την δημιουργία μιας έγκυρης σύμβασης είναι οι ακόλουθες:

  • Η υπόσχεση η οποία αποτελείται από την πρόταση και την αποδοχή όπως ερμηνεύονται οι έννοιες αυτές στο Άρθρο 2(2) του περί Συμβάσεων Νόμου. Για να μετατραπεί μια πρόταση σε υπόσχεση, η αποδοχή πρέπει να είναι απόλυτη και ανεπιφύλακτη ή να εκδηλώθηκε κατά τον συνήθη και εύλογο τρόπο, εκτός αν η πρόταση καθορίζει συγχρόνως και τον τρόπο της αποδοχής.

  • Η αντιπαροχή όταν με απαίτηση του οφειλέτη, ο δανειστής ή οποιοσδήποτε τρίτος προέβηκε ή προβαίνει ή υπόσχεται να προβεί σε πράξη ή αποχή, η πράξη αυτή ή αποχή καλείται αντιπαροχή για την υπόσχεση. Η αντιπαροχή με άλλα λόγια είναι το αντάλλαγμα, το οποίο είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο μίας σύμβασης. Το αντάλλαγμα δεν χρειάζεται να είναι επαρκές φθάνει να είναι κάποιας αξίας ή να είναι παραίτηση από δικαίωμα που προνοείται από το Νόμο. Στην Κύπρο, η παρελθούσα αντιπαροχή θεωρείται καλή αντιπαροχή.

  • Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη εκτός εάν εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 25 και στο Άρθρο 145 του Νόμου.

  • Η δικαιοπρακτική βούληση είναι η πρόθεση δημιουργίας έννομης σχέσης.

  • Η ελεύθερη συναίνεση υπάρχει όταν δύο οι περισσότεροι συμφωνούν για το ίδιο πράγμα με την ίδια έννοια. Η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη όταν δεν προκαλείται με εξαναγκασμό, ψυχική πίεση, απάτη, ψευδή παράσταση ή πλάνη. Όπου η συναίνεση ενός προσώπου παρασχέθηκε συνεπεία ενός εκ των πιο πάνω παραγόντων, η σύμβαση είναι ακυρώσιμη κατ’εκλογή του μέρους του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό ή μπορεί να εμμείνει στην εκπλήρωση της σύμβασης και να ζητήσει αποζημιώσεις ή και τα δύο.

  • Η ικανότητα των συμβαλλόμενων μερών προς το συμβάλλεσθαι: Ικανός προς το συμβάλλεσθαι είναι όποιος έχει σώες τις φρένες κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης και δεν στερείται της ικανότητας του συμβάλλεσθαι.

V. ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ

Μια σύμβαση αποτελείται από τους όρους της, οι οποίοι ρυθμίζουν τις σχέσεις των μερών και καθορίζουν τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τους. Υπάρχουν ρητοί και εξυπακουόμενοι όροι. Ρητοί είναι οι όροι που συμφωνούνται από τα μέρη ρητά, είτε προφορικά είτε γραπτώς και θεωρούνται ουσιώδης και εξυπακουόμενοι είναι οι όροι που δεν έχουν συμφωνηθεί ρητά αλλά εξυπακούονται ότι υφίστανται. Το κατά πόσο μια ρήτρα σε σύμβαση είναι ουσιώδης όρος ή εγγυητική διαβεβαίωση δηλ. ρήτρα συμπληρωματική για την επίτευξη του κύριου σκοπού της σύμβασης, εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από την συμπεριφορά των μερών και την ερμηνεία της σύμβασης.

Παράβαση ουσιώδους όρου, δίδει στο αθώο μέρος δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης και/ή δικαίωμα σε αποζημιώσεις ενώ παράβαση εγγυητικής διαβεβαίωσης δημιουργεί μόνο αξίωση σε αποζημιώσεις.

Το περιεχόμενο μιας συμφωνίας πρέπει να είναι σαφές και η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας πρέπει να είναι νόμιμος. Εάν δεν είναι σαφές ή δεν δύναται να καταστεί σαφές και ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, τότε η συμφωνία είναι άκυρη. Οι συμφωνίες οι οποίες είναι άκυρες καθορίζονται στα Άρθρα 24-30 του περί Συμβάσεων Νόμου.

VI. ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ – ΑΠΑΛΛΑΓΗ

Οι συμβαλλόμενοι έχουν υποχρέωση να εκπληρώσουν ή προσφερθούν να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους, εκτός εάν απαλλάσσονται ή εξαιρούνται, δυνάμει των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου. Η υποχρέωση αυτή δεσμεύει ακόμη και τους κληρονόμους του συμβαλλόμενου σε περίπτωση θανάτου του. Δεν είναι όμως απαραίτητη η επακριβής εκπλήρωση αφού σε ορισμένες περιπτώσεις είναι αρκετό ότι υπήρχε ουσιαστική εκπλήρωση. Ουσιαστική εκπλήρωση υπάρχει όταν η γενόμενη εκπλήρωση δεν απέχει ουσιωδώς από τη συμφωνηθείσα και η δαπάνη επιδιόρθωσης δεν είναι τόσο μεγάλη συγκρινόμενη με την αξία της σύμβασης.

VII. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ

Τα Άρθρα 64 και 65 αναφέρονται στις συνέπειες υπαναχώρησης από ακυρώσιμη ή άκυρη συμφωνία ή σύμβαση. Σε τέτοια περίπτωση δεν υπάρχει υποχρέωση του αντισυμβαλλομένου να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση που τον βαρύνει στη σύμβαση και τυχόν όφελος από τον άλλο συμβαλλόμενο θα πρέπει να αποκατασταθεί στο μέτρο του εφικτού.

Το πρόσωπο το οποίο υπαναχωρεί νόμιμα από μια σύμβαση, δικαιούται αποζημίωση για κάθε ζημία την οποία υπέστη συνεπεία της μη εκπλήρωσης της σύμβασης.

VIII. ΘΕΡΑΠΕΙΕΣ

Υπάρχουν ουσιαστικά 3 κύριες θεραπείες σε περίπτωση παράβασης ή μη εκπλήρωσης μιας σύμβασης:

(1) Αποζημιώσεις, (2) Ειδική Εκτέλεση, (3) Διάταγμα.

Οι δύο τελευταίες θεραπείες έχουν ως πηγή τους τους Κανόνες της Επιείκειας και γι’ αυτό είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το θέμα της ειδικής εκτέλεσης ρυθμίζεται από το Άρθρο 76 του Νόμου συμφωνά με το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον παραβάτη να εφαρμόσει την σύμβαση και τις υποχρεώσεις του. Διάταγμα εκδίδεται για να εμποδίσει κάποιον να παραβεί τις συμβατικές του υποχρεώσεις. Όσον αφορά τις αποζημιώσεις, αυτές ρυθμίζονται από το Άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου.

Σύμφωνα με την αρχή της αποκατάστασης το αθώο μέρος θα πρέπει να αποζημιωθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να βρεθεί όσο πιο κοντά γίνετε στην θέση στην οποία θα ήταν εάν η συμφωνία εφαρμοζόταν κανονικά. Όμως έχει και την υποχρέωση να πάρει εύλογα μέτρα για να μειώσει τις ζημιές του.

Δεν είναι όλες οι ζημιές ανακτήσιμες. Πρέπει να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, δηλαδή η παράβαση και η ζημία να συνδέονται. Η ζημιά που μπορεί να ανακτηθεί είναι:

(α) Αυτή που προέκυψε φυσικά, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση,

(β) Αυτή που είχαν κατά νούν οι συμβαλλόμενοι ότι πιθανόν να συμβεί κατά την στιγμή που συνάπτετο η σύμβαση.

Μία Κυπριακή ιδιαιτερότητα είναι το γραμμάτιο συνήθους τύπου, το οποίο διέπεται από τα άρθρα 78-81 του περί Συμβάσεων Νόμου και αποτελεί αυτοτελή βάση αγωγής. Πρόκειται για γραπτή υπόσχεση, η οποία υπογράφεται ενώπιον 2 μαρτύρων παρόντων ταυτόχρονα, αφορά χρήματα πλέον τόκον πληρωτέα σε πρώτη ζήτηση ή σε ορισμένο χρόνο και σ’ αυτό πρέπει να αναφέρεται η αντιπαροχή. Το περιεχόμενο του γραμματίου αποτελεί αμάχητη απόδειξη του χρέους και οι μόνες υπερασπίσεις είναι η πλαστογραφία ή ότι η έκδοση του επιτεύχθηκε συνεπεία εξαναγκασμού ή απάτης.

Το γραφειο μας προσφερει

Συνταξη συμβασεων, συμβολαιων, ενοικιαστηριων εγγραφων, αγωγες για εκπληρωση συμβασεων